LOS PIES DE ULISES
Fui devorado por el mar,
pero mis pies memorizaron Ítaca, su hierba y el misterio condenado a mí.
Por ellos regresé multiforme y primitivo de sandalias.
Allí, velaron mi nombre una y mil noches, bajo las estrellas y cerca del Egeo.
Alguien rozó la sagrada marca en mi piel y preguntó:
¿Quién eres?
Sólo mis huellas, arquitectas de infamias, reposaron en paz en salinas aguas,
olvidaron la resina de las zateras y dejaron de oler a maderos.
A expensas del mundo mis plantas buscaron las sombras y otra voz delató:
¿Dónde irán tus pies?
Y vinieron hacia mí los naufragios y los vientos.
Yo, soberano en intrigas, no pude contra mí y me pregunté:
¿Quién me recordará?
Y el mar rugió memorioso desde la alta orilla.
ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Με κατασπάραξε η θάλασσα,
αλλά τα πόδια μου απομνημόνευσαν την Ιθάκη, τα χόρτα της και το μυστήριο που καταδικάστηκε μέσα μου.
Γι αυτά επέστρεψα πολύμορφος και ρακένδυτος με σανδάλια.
Εκεί, ξενύχτησαν στ’ όνομά μου μία και χίλιες νύχτες, κάτω από τ’ άστρα, κοντά στο Αιγαίο.
Κάποια ψηλάφισε το αγιασμένο σημάδι στο πόδι μου και ρώτησε:
-Ποιος είσαι;
Τα χνάρια μου μονάχα, αυτά που σκαρφίστηκαν τόσες ατιμίες, ξαποσταίνουν ήσυχα πάνω σε αλμυρό νερό, ξέχασαν τη ρετσίνα των πλοίων κι έπαψαν να μυρίζουν σανιδίλα.
Σε βάρος του κόσμου τα πέλματά μου αναζήτησαν τις σκιές κι άλλη μια φωνή μαρτύρησε:
-Ως πού θα πάνε τα πόδια σου;
Κι έφτασαν ως εμένα τα ναυάγια και οι αέρηδες.
Εγώ, επαΐων στις μηχανορραφίες, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον εαυτό μου και αναρωτήθηκα:
-Ποιος με θυμάται;
Κι η θάλασσα πλείστη μνήμης βρυχήθηκε από την ψηλή όχθη.
CANTOS DE LAS LAVANDERAS NOCTURNAS
Hacia el oeste, Céfiro, sopla sobre los lavaderos
donde nuestras jóvenes manos noche a noche sepultan la madre Selene.
Aquí aguardamos las naves que temen el mar de negra obsidiana,
mientras navegaban junto a Euro, el funesto viento del Este.
Debemos lavar nombres, escudos y velar las sandalias de los héroes,
libando el agua sagrada de abril en nuestras manos .
Peregrinamos la arena de los cataclismos.
Y cantamos.
Ύμνοι των νυχτερινών πλυστρών
Πέρα στη δύση ο ζέφυρος πνέει πάνω στα πλυσταριά
όπου τα νεανικά μας χέρια από νύχτα σε νύχτα κηδεύουν τη μητέρα Σελήνη.
Εδώ αναμένουμε τα σκάφη που σκιάζονται τη θάλασσα του μαύρου οψιδιανού,
καθώς έπλεαν με τον Έβρο, τον θλιμμένο αέρα της Ανατολής.
Οφείλουμε να πλύνουμε ονόματα κι ασπίδες, μα και να ξαγρυπνήσουμε τα σανδάλια των ηρώων,
ρουφώντας το αγιασμένο νερό του Απριλίου μέσα από τα χέρια μας.
Περιπλανιόμαστε στην αμμουδιά των κατακλυσμών.
Και τραγουδάμε.
HABLAN LAS SACERDOTISAS
Nos urge el sol que reposa en los techos
y también el aire que en este lugar es ardiente.
Las hijas de los dioses cantan sentadas en la roca
la vigilia de las palabras.
Descienden las miradas coronada de mirtos, toman al dios
en lo bello de su arte y adviene lo divino.
Una de ellas, la de áurea melena, no pertenece al linaje,
aspira y su lenguaje deudor impulsa las sombras
en nombre de madre inmortal y padre comedor de peces.
Consagrada a la oscuridad, presiente las aguas
y escribe decididamente muda.
ΜΙΛΟΥΝ ΟΙ ΙΕΡΕΙΕΣ
Μας προστάζει ο ήλιος που αναπαύεται στις στέγες
κι ακόμα ο αέρας που σ’ αυτό τον τόπο είναι καυτός.
Οι κόρες των θεών τραγουδούν καθισμένες πάνω στο βράχο
την ξαγρύπνια των λέξεων.
Χαμηλώνουν τα βλέμματα στεφανωμένες με μυρτιές, δέχονται το
θεό στην ομορφιά της τέχνης τους κι αποκαλύπτεται το θείο.
Μία από αυτές, εκείνη με τη χρυσαφένια χαίτη, δεν ανήκει στο γένος
εισπνέει και ένα χρέος στη γλώσσα ωθεί τις σκιές
στο όνομα μιας αθάνατης μητέρας κι ενός πατέρα ψαροφάγου.
Αφιερωμένη στη σκοτεινιά, διαισθάνεται τα ύδατα
και γράφει αποφασιστικά βωβή.